σωματισμός

σωματισμός
ὁ, Α [σωματίζω]
1. καταγραφή, καταχώριση στο σώμα, στο επίσημο βιβλίο
2. καταχώριση στον φορολογικό κατάλογο
3. (γενικά) εγγραφή σε κατάλογο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”